- εὐκοινόμητις
- εὐκοινόμητιςdeliberating for the public wealnom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκοινόμητις — εὐκοινόμητις, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που σκέφτεται, που φροντίζει για το κοινό καλό ή που σκέφτεται από κοινού («προμαθὶς εὐκοινόμητις ἀρχά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινός + μήτις «σκέψη, στοχασμός»] … Dictionary of Greek